- κεντητός, -ή, -ό
- κεντητός, -ή, -ό και κεντιστός, -ή,-ό στολισμένος με κέντημα: Καθόταν πάνω σ' ένα κεντητό μαξιλάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεντητός — embroidered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντητός — ή, ό (ΑΜ κεντητός, ή, όν) [κεντώ] 1. κεντημένος, στολισμένος με κεντήματα («φόρεμα κεντητό») 2. προσαρμοσμένος κάπου με κέντημα («λουλούδια κεντητά στο φόρεμα») … Dictionary of Greek
κεντητόν — κεντητός embroidered masc acc sg κεντητός embroidered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντητοῖς — κεντητός embroidered masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντητῷ — κεντητός embroidered masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
κεντητά — κεντητά̱ , κεντητής mosaic worker masc nom/voc/acc dual κεντητής mosaic worker masc voc sg κεντητής mosaic worker masc nom sg (epic) κεντητός embroidered neut nom/voc/acc pl κεντητά̱ , κεντητός embroidered fem nom/voc/acc dual κεντητά̱ , κεντητός … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστός — Αρχαία ελληνική λέξη, που αρχικά σήμαινε κεντητός. Κ. ιμάς ονομαζόταν ένα είδος ζώνης που φορούσαν οι γυναίκες ακριβώς κάτω από το στήθος ή γύρω από αυτό, όπως αργότερα τον στηθόδεσμο. Με τον καιρό, το ουσιαστικό παραλείφθηκε και έμεινε το… … Dictionary of Greek
πολυκέντητος — η, ο / πολυκέντητος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά κεντήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κεντητός (< κεντῶ), πρβλ. νεο κέντητος] … Dictionary of Greek
τριχοκέντητος — η, ο, Ν ο κεντημένος με τρίχες αντί για νήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + κεντητός (< κεντώ), πρβλ. χρυσο κέντητος] … Dictionary of Greek